Ίσως να στερηθώ και το ψωμί μου.
Ίσως το στρώμα ξεπουλήσω και τα ρούχα μου.
Ίσως δουλέψω σκουπιδιάρης, πετροκόπος και χαμάλης. Ίσως να σωριαστώ γυμνός και πεινασμένος εχθρέ του ήλιου
αλλά δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ’ αντιστέκομαι!
Ίσως αρπάξεις απ’ τη γή μου και την τελευταία σπιθαμή.
Ίσως ταΐσεις στις φυλακές τη νιότη μου
Ίσως μου κλέψεις την κληρονομιά του παππού μου -πιθάρια, έπιπλα και σκεύη-.
Ίσως καθήσεις παν’ απ’ το χωριό μας σαν εφιάλτης τρόμου εχθρέ του ήλιου
αλλά δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θα αντιστέκομαι!
Ίσως από τις νύχτες μου να σβήσεις κάθε φώς.
Ίσως να στερηθώ της μάνας το φιλί.
Ίσως κι ένα παιδί να βρίσει τον λαό μου, τον πατέρα μου.
Ίσως να κλέψεις μια στιγμή απροσεξίας από τον φύλακα των πόνων μου.
Ίσως πλαστογραφήσει την Ιστορία μου ένας δειλός, μυθομανής, θρησκόληπτος.
Ίσως στερήσεις στα παιδιά μου καινούριο ρούχο στη γιορτή.
Ίσως με δανεισμένο πρόσωπο τους φίλους μου πλανέψεις.
Ίσως υψώσεις γύρω μου τειχιά… τειχιά… τειχιά…
Ίσως τις μέρες μου καρφώσεις στο σταυρό του εξευτελισμού εχθρέ του ήλιου
αλλά δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ’ αντιστέκομαι!
Εχθρέ του ήλιου
στο λιμάνι στολίσματα, χαιρετισμοί, φωνές χαράς και αχολόι
και τα πολεμικά τραγούδια μας φλογίζουν τα λαρύγγια
κι ένα πανί μες στον ορίζοντα που προκαλεί τον άνεμο
και τη φουρτούνα
και ξεπερνάει τον κίνδυνο
είναι του Οδυσσέα που επιστρέφει
απ’ του χαμού τη θάλασσα
επιστροφή του ήλιου, του ξενιτεμένου και
όρκο βάνω στα μάτια τους
δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου
θ’ αντιστέκομαι… θ’ αντιστέκομαι… θ’ αντιστέκομαι!!!